- ζημιωτής
- ο (AM ζημιωτής) [ζημιώ]νεοελλ.αυτός που επιφέρει ζημιά, βλάβημσν.ο δήμιος («πανδήμιον αἰνίξασθαί ποτε τὸν κοινὸν ζημιωτὴν», Ευστ.)αρχ.αυτός που επιβάλλει ποινή, τιμωρία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζημιωτής — one who punishes masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζημιωτήν — ζημιωτής one who punishes masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύτης — ο, θηλ. θύτις και θύτρια (Α θύτης και δωρ. τ. θύτας, θηλ. θύτις) [θύω (I)] νεοελλ. 1. μτφ. αυτός που προκαλεί μεγάλη υλική ή ηθική ζημιά, ο ζημιωτής 2. αυτός που προκαλεί την εξόντωση πολλών ατόμων, ο σφαγιαστής, ο εξολοθρευτής νεοελλ. μσν. ο… … Dictionary of Greek